Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ προέμβολον

См. также в других словарях:

  • προέμβολον — τὸ, Α [ἔμβολον] το πρόσθιο άκρο τού εμβόλου τού πλοίου, κατασκευασμένο από μέταλλο ή ενισχυμένο με μέταλλο …   Dictionary of Greek

  • προέμβολα — προέμβολον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεμβολίς — ίδος, ἡ, Α το προέμβολον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέμβολον + κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • προεμβόλιον — τὸ, Α [προέμβολον] το προέμβολον* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»